Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκρεμοτσακίζομαι
ρήμα παθητικό 1 precipita`re; cade`re malame`nte έσπασε η σκάλα και γκρεμοτσακίστηκα==la scala si ruppe e precipitai al suolo 2 ((per estensione)) scapicolla`rsi; co`rrere a rompico`llo, a precipi`zio, a scapico`llo γκρεμοτσακίστηκα να φτάσω έγκαιρα στο ραντεβού==mi sono scapicollato per arrivare in tempo all'appuntamento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |