Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκόμα
ουσιαστικό θηλυκό variante di [γόμα] γόμα ουσιαστικό θηλυκό 1 gomma ~f~ ara`bica 2 gomma ~f~ (per cancella`re) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |