Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγομάρι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 soma ~f~; ca`rico ~m~ 2 be`stia ~f~ da soma; soma`ro ~m~; a`sino ~m~ 3 ((volgare)) disgrazia`to ~m~; fa`ccia ~f~ tosta; scansafati`che ~mf~ από τέτοιο γομάρι όλα να τα περιμένεις==da un bestione come questo ti devi aspettare di tutto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |