Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγονατίζω
ρήμα αμετάβατο 1 inginocchia`rsi, sta`re in gino`cchio; me`ttersi in gino`cchio γονάτισε για να προσευχηθεί==si inginocchiò per pregare 2 ((figurato)) e`ssere messo in gino`cchio; e`ssere piega`to ο λαός γονάτισε από την ανέχεια και την πείνα==il popolo è stato messo in ginocchio dalla povertà e dalla fame γονατίζω ρήμα μεταβατικό 1 fare inginocchia`re γονάτισε τα παιδιά της μπροστά στην εικόνα==fece inginocchiare i figli dinnanzi all' immagine sacra 2 ((figurato)) καταβάλλω me`ttere in gino`cchio; piega`re; doma`re; indeboli`re ούτε τα φρικτότερα βασανιστήρια δεν μπόρεσαν να τον γονατίσουν==neppure le più atroci torture riuscirono a piegarlo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |