Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγονέας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό padre ~m~ γονείς ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός i genito`ri ~mp~ οι γονείς μου πέθαναν προ διετίας==i miei genitori sono morti due anni or sono permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοι γονείς [m.] = i genitori [αρσ. πλυθ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |