Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γονιμότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 fertilità ~f~; fecondità ~f~
2 ((figurato)) fertilità ~f~; fecondità ~f~; creatività ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γονιμότερος γονιμώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---