Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγόνος
ουσιαστικό αρσενικό 1 fi`glio ~m~; rampo`llo ~m~ γόνος καλής οικογενείας==rampollo di buona famiglia 2 σπέρμα seme ~m~; germe ~m~ 3 botanica po`lline ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |