Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γονυπετώ  
ρήμα αμετάβατο

1 inginocchia`rsi
2 stare in gino`cchio
3 getta`rsi in gino`cchio
4 me`ttersi in gino`cchio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γονυπετής γονυπετώς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---