Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγορίλας
ουσιαστικό αρσενικό 1 zoologia gori`lla ~m~ 2 ((figurato)) perso`na ~f~ molto brutta; scimmio`ne ~m~ απορώ πώς τον παντρεύτηκε αυτόν το γορίλα==mi meraviglio come ha fatto a sposare quello scimmione 3 ((figurato)) gori`lla ~m~; gua`rdia ~f~ del corpo όπου κι αν πήγαινε, τον ακολουθούσαν δύο γορίλες==dovunque andasse, lo seguivano due gorilla permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |