Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γόος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 compia`nto ~m~
2 ge`mito ~m~
3 lame`nto ~m~
4 mugoli`o ~m~
5 sbraitame`nto ~m~
6 vagi`to ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γονυπετώς γόπα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---