Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γονόρροια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 blenorragi`a ~f~
2 gonorre`a ~f~
3 scolo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γονόκοκκος γονορροϊκός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---