Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγόνιμος
επίθετο 1 feco`ndo; fe`rtile γόνιμο έδαφος==terreno fertile 2 ((figurato)) fe`rtile; feco`ndo; creati`vo γόνιμη φαντασία==fantasia fertile γονιμότατος επίθετο superlativo di [γόνιμος] γονιμότερος επίθετο comparativo di [γόνιμος] γονιμώτατος επίθετο superlativo di [γόνιμος] γονιμώτερος επίθετο comparativo di [γόνιμος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |