Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγόνατο
ουσιαστικό ουδέτερο anatomia gino`cchio ~m~ κόπηκαν, λύθηκαν τα γόνατά μου==mi sentii piegare le ginocchia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |