Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγκαρσονιέρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 monoloca`le ~m~ 2 εργενικό διαμέρισμα garçonnière ~f~ γκαρσονιέρ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |