Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκαντέμης  
επίθετο

((popolare)) iettato`re ~m~; menagra`mo ~m~ δεν ξαναταξιδεύω μ' αυτόν τον γκαντέμη!==non viaggerò mai più con quel menagramo!

γκαντέμισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [γκαντέμης]

γκαντέμω
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [γκαντέμης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκανιότα γκαντεμιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---