Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκαράζ  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 gara`ge ~m~ γκαράζ, autorime`ssa ~f~
2 box ~m~ (per auto)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκάπα γκούπα γκαραζιέρης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---