Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκάμα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 colori gamma ~f~; successio`ne ~f~ gradua`ta
2 ((figurato)) di artista gamma ~f~ ηθοποιός τεράστιας υποκριτικής γκάμας==un attore con una vasta gamma di interpretazioni
3 ((figurato)) varietà ~f~; assortime`nto; gamma ~f~ γκάμα προϊόντων==gamma di prodotti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκάλοπ, γκαλόπ γκαμήλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---