Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκαζόν  
ουσιαστικό ουδέτερο

di giardino erba ~f~; tappe`to ~m~ erbo`so κουρεύω το γκαζόν==tagliare l'erba

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκαζόζα γκαζοτενεκές  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---