Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκάζι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 gas ~m~ κουζίνα γκαζιού==cucina a gas
2 automobile επιταχυντήρας accelerato`re ~m~ πατάω γκάζι==premere l'acceleratore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκαγκστερισμός γκαζιέρα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πάτα γκάζι! = accelera! || το μάτι γκαζιού = fornello [αρσ.] a gas


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---