Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αγωνιών [επίθ.] αδειανός [επίθ.]
αγωνοδίκης [ουσ αρσ ] άδειασμα [ουσ ουδ.]
αγωνοθέτρια {αγωνοθετρ... αδειασμένος [επίθ.]
αδαέστατος [επίθ.] άδειος [επίθ.]
αδαέστερος [επίθ.] αδειούχα [θηλ.ουσ]
αδαημοσύνη [θηλ.ουσ] αδειούχος [επίθ.]
αδαής {αδα-ούς |... αδεκαρία [θηλ.ουσ]
Αδάμ [κύρ.όν. αρσ.] αδέκαρος [επίθ.]
αδάμαντας [ουσ αρσ ] αδέκαστα [επίρ.]
αδαμαντίνη {χωρ. πληθ... αδέκαστος [επίθ.]
αδαμάντινος [επίθ.] αδελέαστα [επίρ.]
αδαμαντοκόλλητος [επίθ.] αδελέαστος [επίθ.]
αδαμαντοποίκιλτος [επίθ.] αδελφάτο [ουσ ουδ.]
αδαμαντορυχείο [ουσ ουδ.] αδελφή {-ές κ. (λ...
αδαμαντοφόρος [επίθ.] αδέλφι {αδελφ-ιού...
αδάμας {αδάμαντ-ο... αδελφικά [επίρ.]
αδάμαστος [επίθ.] αδελφικάτος [επίθ.]
αδαμιαίος [επίθ.] αδελφικός [επίθ.]
αδάπανος [επίθ.] αδελφικότητα [θηλ.ουσ]
αδασκάλευτος [επίθ.] αδελφοκτονία [θηλ.ουσ]
αδασμολόγητος [επίθ.] αδελφοκτόνος [επίθ.]
αδαώς [επίρ.] αδελφοποίηση {-ης κ. -ή...
άδεια {-ας κ. -ε... αδελφοποίησις [θηλ.ουσ]
αδειάζω {άδειασ-α,... αδελφοποιτή [θηλ.ουσ]
αδειάζω {άδειασ-α,... αδελφοποιτοί [ουσ αρσ πληθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: