Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδελφοκτονία  
ουσιαστικό θηλυκό

fratrici`dio ~m~

αδελφοχτονία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αδελφοκτονία]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδελφικότητα αδελφοκτόνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---