Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδελφοποιτή
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αδελφοποιτός ^-ού, ο^]

αδελφοποιτοί
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

frate`lli ~mp~ carna`li

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδελφοποίησις αδελφοποιώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---