Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδελφωμένος  
επίθετο

participio passato del verbo [αδελφώνω]

αδερφωμένος
επίθετο

1 variante di [αδελφωμένος]
2 participio passato del verbo [αδερφώνω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδέλφωμα αδελφώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---