Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδενοειδίτιδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 adeno`ide ~f~
2 adenoidi`smo ~m~

αδενοειδίτις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αδενοειδίτιδα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδενοειδής αδενοπάθεια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---