Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδελφή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sore`lla ~f~
2 ((per estensione)) infermie`ra ~f~; sore`lla ~f~
3 ((gergale)) checca ~f~; ricchio`ne ~m~; fino`cchio ~m~

αδερφή
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αδελφή ^-ής, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδελφάτο αδέλφι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---