Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδέκαστος  
επίθετο

1 equa`nime; imparzia`le αδέκαστος κριτής==giudice imparziale
2 incorro`tto; incorrutti`bile αδέκαστος υπάλληλος==impiegato incorruttibile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδέκαστα αδελέαστα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---