Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδεκαρία  
ουσιαστικό θηλυκό

l'e`ssere al verde, in bolle`tta; il non ave`re il becco di un quattri`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδειούχος αδέκαρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---