Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άδειος  
επίθετο

1 vuo`to με άδειο στομάχι==a stomaco vuoto | άδειο πορτοφόλι==portafoglio vuoto
2 non occupa`to; vaca`nte; disponi`bile δε βρήκε ούτε μία άδεια θέση==non ha trovato nemmeno un posto libero
3 pri|vo di άδειο κεφάλι==testa vuota (di idee) | άτομο άδειο από συναισθήματα==individuo privo di sentimenti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδειασμένος αδειούχα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---