Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδειάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 vuota`re; svuota`re αδειάζω τις τσέπες μου==svuotare le proprie tasche | αδειάχω ένα μπουκάλι==vuotare una bottiglia
2 sport calcio spiazzare αδειάζω την άμυνα των αντιπάλων==sport calcio spiazzare la difesa avversaria

αδειάζω
ρήμα αμετάβατο

1 svuota`rsi; scarica`rsi το καλοκαίρι η πόλη αδειάζει==d'estate la città si svuota | οι μπαταρίες άδειασαν==le batterie si sono scaricate
2 ((figurato)) non ave`re impe`gni; e`ssere |libero dal lavo`ro; libera`rsi μόλις αδειάσω, θα σού τηλεφωνήσω==appena mi libero, ti telefonerò | αύριο δεν αδειάζω==domani non ho tempo libero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άδεια αδειανός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---