Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάδεια
ουσιαστικό θηλυκό 1 perme`sso ~m~; lice`nza ~f~ άδεια οδήγησης==patente di guida | άδεια εργασίας==permesso di lavoro | άδεια κυνηγιού==licenza di caccia | άδεια οπλοφορίας==porto d'armi | άδεια παραμονής==permessi soggiorno 2 fe`rie ~fp~; conge`do ~m~; perme`sso ~m~ di assenta`rsi παίρνω μια μέρα άδεια==prendo un giorno di permesso | θα πάρει την άδειά του τον Αύγουστο==prenderà le ferie ad agosto | αναρρωτική άδεια==congedo per malattia 3 militare lice`nza ~f~ αναρρωτική άδεια==militare licenza per motivi di salute o di convalescenza 4 letteratura lice`nza ~f~ ποιητική άδεια==licenza poetica 5 perme`sso ~m~; lice`nza ~f~ με την άδειά σας, πρέπει να πηγαίνω==col suo permesso, me ne devo andare permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη προσωρινή άδεια οδήγησης = foglio [αρσ.] rosa || παίρνω αρρωστική άδεια = mettersi in malattia || η άδεια εργασίας = permesso [αρσ.] di lavoro || η άδεια παραμονής = permesso [αρσ.] di soggiorno || η άδεια οπλοφορίας = porto [αρσ.] d'armi Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |