Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάδειασμα
ουσιαστικό ουδέτερο svuotame`nto ~m~; evacuazio`ne ~f~; scaricame`nto ~f~; sca`rico ~m~ το άδειασμα του όπλου==lo scaricamento dell'arma | άδειασμα δοχείου==svuotamento di un recipiente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |