Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άδειασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

svuotame`nto ~m~; evacuazio`ne ~f~; scaricame`nto ~f~; sca`rico ~m~ το άδειασμα του όπλου==lo scaricamento dell'arma | άδειασμα δοχείου==svuotamento di un recipiente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδειανός αδειασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---