Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδαμιαίος  
επίθετο

1 adami`tico αδαμιαία περιβολή==costume adamitico
2 ((per estensione)) nudo; ignu`do

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδάμαστος αδάπανος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---