Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδάμας
ουσιαστικό αρσενικό

variante letteraria di [διαμάντι ^-ιού, το^]

διαμάντι  
ουσιαστικό ουδέτερο

diama`nte ~m~+++είναι άνθρωπος διαμάντι==è una perla d'uomo | κρασί διαμάντι==vino limpido

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδαμαντοφόρος αδάμαστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---