Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαμελίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 smembra`re; fare a pezzi το λιοντάρι διαμέλισε το θήραμά του==il leone ha fatto a pezzi la sua preda
2 divi`dere in pezzi, in più parti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαμείβομαι διαμέλιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---