Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαμελίζω
ρήμα αμετάβατο 1 smembra`re; fare a pezzi το λιοντάρι διαμέλισε το θήραμά του==il leone ha fatto a pezzi la sua preda 2 divi`dere in pezzi, in più parti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |