Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαμερίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 divi`dere διαμερίζω ένα χωράφι==dividere un appezzamento di terreno
2 sparti`re; divi`dere; riparti`re διαμερίσαμε τα περιουσιακά μας==abbiamo spartito la nostra proprietà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαμένων διαμέρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---