Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαμερίζω
ρήμα μεταβατικό 1 divi`dere διαμερίζω ένα χωράφι==dividere un appezzamento di terreno 2 sparti`re; divi`dere; riparti`re διαμερίσαμε τα περιουσιακά μας==abbiamo spartito la nostra proprietà permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |