Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαμένω  
ρήμα αμετάβατο

dimora`re; soggiorna`re; stare; vi`vere διέμεινε στο εξωτερικό δέκα χρόνια==è stato, ha vissuto all'estero per dieci anni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαμελιστικός διαμένων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---