Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάμεσος  
επίθετο

interme`dio; media`no; intermedia`rio

διάμεσος  
ουσιαστικό αρσενικό

persona mediato`re ~m~, intermedia`rio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαμεσολαβώ διαμέσου  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---