Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαμέρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 appartame`nto ~m~ 2 χώρας regio`ne ~f~; circoscrizio`ne ~f~ amministrati`va 3 compartime`nto ~m~; scompartime`nto ~m~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο διαμέρισμα τρένου = scompartimento [αρσ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |