Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαμελισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 smembrame`nto ~m~; spezzettame`nto ~m~ 2 divisio`ne ~f~ in pezzi, in più parti διαμελισμός μιας χώρας==divisione di un paese in più parti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |