Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαμάχη  
ουσιαστικό θηλυκό

dive`rbio ~m~; controve`rsia ~f~; di`sputa ~f~; confli`tto ~m~ κομματικές διαμάχες==dispute politiche | οικογενειακές διαμάχες==controversie familiari

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαμαρτυρώ διαμάχομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---