Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαμαρτυρία
ουσιαστικό θηλυκό 1 prote`sta ~f~ δέχτηκε χωρίς πολλές διαμαρτυρίες==ha accettato senza molte proteste | πορεία διαμαρτυρίας==corteo di protesta | επιστολή διαμαρτυρίας==lettera di protesta | έντονη διαμαρτυρία==protesta vibrata 2 recla`mo ~m~ οι διαμαρτυρίες των πελατών==i reclami dei clienti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |