Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαλύομαι
ρήμα παθητικό

1 disfa`rsi
2 dissipa`rsi
3 disso`lversi

διαλύω  
ρήμα μεταβατικό

1 riso`lvere; dissipa`re διέλυσα τις αμφιβολίες του==ho dissipato i suoi dubbi
2 μηχάνημα smonta`re το παιδί διέλυσε το τρενάκι του==il bambino ha smontato il suo trenino
3 ((figurato)) dissipa`re
4 scio`gliere οι πραξικοπηματίες διέλυσαν τη βουλή==i golpisti hanno sciolto il parlamento | διαλύω μία εταιρεία==sciogliere una società
5 dispe`rdere; allontana`re η βροχή διέλυσε το συγκεντρωμένο πλήθος==la pioggia ha disperso la folla
6 chimica scio`gliere; disso`lvere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαλυμένος διαλυόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---