Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδελφοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 affratellame`nto ~m~
2 gemella`ggio ~m~ αδερφοποίηση δύο πόλεων==gemellaggio fra due città
3 fraternizzazio`ne ~f~

αδελφοποίησις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αδελφοποίηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδελφοκτόνος αδελφοποιτή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---