Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδελφότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αδελφότητα] αδελφότητα ουσιαστικό θηλυκό 1 fratella`nza ~f~; fraternità ~f~ 2 confrate`rnita ~f~ φιλόπτωχη αδελφότητα==confraternita per opere pie 3 ecclesiastico confrate`rnita ~f~; congregazio`ne ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |