Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδελφός
ουσιαστικό αρσενικό 1 frate`llo ετεροθαλής αδελφός==fratellastro | ομοπάτριος αδελφός==fratello consanguineo | ομομήτριος αδελφός==fratello uterino | ομογάλακτος αδελφός==fratello di latte 2 μοναχός frate ~m~; confra`tello ~m~ αδελφός Ιωάννης==fra' Giovanni 3 ((per estensione)) grande ami`co ~m~; compa`gno ~m~ insepara`bile αδερφός επίθετο variante di [αδελφός ^-ή, -ό^] αδερφός ουσιαστικό αρσενικό variante di [αδελφός ^-ή, -ό^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |