GrecoItaliano


αδερφώνω  
ρήμα μεταβατικό

riconcilia`re; rappacifica`re τους αδέρφωσε ο πόνος==il dolore li ha uniti

αδερφώνομαι
ρήμα παθητικό

fraternizza`re αδερφώθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους στο στρατό==hanno fraternizzato durante il servizio militare

αδελφώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [αδερφώνω]

αδελφώνομαι
ρήμα παθητικό

variante di [αδερφώνομαι]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ADERFWNW100}}
---CACHE---