Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδελφώνομαι
ρήμα παθητικό variante di [αδερφώνομαι] αδελφώνω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [αδερφώνω] αδερφώνομαι ρήμα παθητικό fraternizza`re αδερφώθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας τους στο στρατό==hanno fraternizzato durante il servizio militare αδερφώνω ρήμα μεταβατικό riconcilia`re; rappacifica`re τους αδέρφωσε ο πόνος==il dolore li ha uniti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |