Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδημιούργητος
επίθετο 1 non crea`to 2 persona non sistema`to; senza una posizio`ne δεν μπορώ να σού δώσω την κόρη μου, γιατί είσαι ακόμα αδημιούργητος==non posso darti (la mano di) mia figlia perché non sei ancora sistemato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |