Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Άδης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 l'Ade ~m~; l'aldilà ~m~
2 infe`ri ~mp~; infe`rno ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδήριτος αδηφαγία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---