Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδηφαγία
ουσιαστικό θηλυκό 1 ingordii`gia ~f~; voracità ~f~ 2 ((figurato)) avidità ~f~; ingordi`gia ~f~; insaziabilità ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |