Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδηφαγία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ingordii`gia ~f~; voracità ~f~
2 ((figurato)) avidità ~f~; ingordi`gia ~f~; insaziabilità ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Άδης αδηφάγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---