Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιαθεσία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 indisposizio`ne ~f~; accia`cco ~m~; mala`nno ~m~; malo`re ~m~ μού ήρθε μια μικρή αδιαθεσία==sono stato colto da un malessere passeggero
2 ((per estensione)) mestruazio`ni ~fp~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιαθερμικός αδιάθετος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---